- πιστούχος
- -α, -οαυτός που έχει πίστωση: Οι πιστούχοι της επιχείρησης είναι λίγοι, αλλά εκλεχτοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιστούχος — ο, Ν 1. αυτός που έχει πίστωση 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πιστουχοι αυτοί που παίρνουν πιστώσεις από την τράπεζα καθώς και αυτοί για τους οποίους έχει αποφασιστεί, μετά από αίτησή τους και έλεγχο τών αρμόδιων οργάνων, να παίρνουν ορισμένου… … Dictionary of Greek